ἀσπιδόδηκτος

ἀσπιδόδηκτος
ἀσπῐδό-δηκτος, ον,
A bitten by an adder or asp, Dsc.2.34, Vett.Val. 127.20, Gal.14.300.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ασπιδόδηκτος — ἀσπιδόδηκτος, ον (Α) αυτός που τον δάγκωσε ασπίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς ( ίδος) + δηκτος < δάκνω (πρβλ. άδηκτος, καρδιόδηκτος)] …   Dictionary of Greek

  • ἀσπιδοδήκτοις — ἀσπιδόδηκτος bitten by an adder masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιδοδήκτους — ἀσπιδόδηκτος bitten by an adder masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιδοδήκτων — ἀσπιδόδηκτος bitten by an adder masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπιδόδηκτοι — ἀσπιδόδηκτος bitten by an adder masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπίδα — Αμυντικό όπλο το οποίο αποτελείται από έλασμα ποικίλου σχήματος, κατασκευασμένο από διάφορα υλικά και συγκρατούμενο με τον αριστερό βραχίονα για προστασία του πολεμιστή από τα εχθρικά όπλα. Κατ’ αναλογία λέγεται α. ή ασπίδιο και το χαλύβδινο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”